- λαθρέμπορος
- οαυτός που κάνει λαθρεμπόριο, κυ. κοντραμπατζής.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)-* + ἔμπορος. Ο τ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. contrebandier. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Βασ. Κιατίπη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαθρέμπορος — ο αυτός που κάνει λαθρεμπόριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
κατσάκης — ο 1. δραπέτης, φυγάς 2. λαθρέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kacak] … Dictionary of Greek
κοντραμπαντιέρης — ο αυτός που διενεργεί κοντραμπάντο, δηλ. λαθρεμπόριο, λαθρέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contrabbandiere] … Dictionary of Greek
λαθρ(ο)- — (AM λαθρ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που ανάγεται είτε στο επίρρ. λάθρα (πρβλ. λαθροβόλος, λαθρόνυμφος) είτε στο επίθ. λαθραῑος (πρβλ. λαθροθεατής) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται… … Dictionary of Greek
λαθρεμπορία — η η λαθραία εισαγωγή ή εξαγωγή εμπορευμάτων με σκοπό την αποφυγή καταβολής τελωνειακών δασμών, το λαθρεμπόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρέμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στα Έγγραφα Ελληνικής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek
λαθρεμπορεύομαι — κάνω λαθρεμπόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρέμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημείδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
λαθρεμπορικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λαθρέμπορο 2. αυτός που προέρχεται από λαθρεμπόριο ή χρησιμοποείται για λαθρεμπόριο («λαθρεμπορικό πλοίο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρέμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ.… … Dictionary of Greek
λαθρεμπόριο — Σύμφωνα με ορισμένες νομοθεσίες (γερμανική, βελγική, ισπανική) και κατά την κοινώς διαδεδομένη έννοια του όρου, λ. θεωρείται η εισαγωγή απαγορευμένων εμπορευμάτων σε μια χώρα. Κατά την ελληνική νομοθεσία (ν. 1165/1918 «περί τελωνειακού κώδικος»,… … Dictionary of Greek
μάγκα — η 1. ομάδα άτακτων πολεμιστών κατά την τουρκοκρατία και κατά την ελληνική επανάσταση τού 1821 2. μάγκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mango «λαθρέμπορος»] … Dictionary of Greek